- σεμνότητας
- σεμνότηςsolemnityfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Παναγία — Οικισμός (υψόμ. 360 μ.) της πρώην επαρχίας Kέας, του νομού Kυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σερίφου. * * * και Παναγιά, η (ΑΜ Παναγία) η πιο συνηθισμένη προσωνυμία τής Θεοτόκου, η κατά πάντα αγία και πάναγνη νεοελλ. 1. μτφ. το άκρο άωτο… … Dictionary of Greek
πάλλιο(ν) — και παλλίο(ν), το (ΑΜ πάλλιον και παλλίον) επενδύτης νεοελλ. 1. στενή και επιμήκης λωρίδα μάλλινου λευκού υφάσματος, η οποία κοσμείται με πέντε ενυφασμένους μελανούς σταυρούς και φέρεται στους ώμους από τους επισκόπους τής Δυτικής Εκκλησίας, ως… … Dictionary of Greek
πάνσεμνος — ον, ΜΑ μεγαλειώδης, μεγαλοπρεπής («πάνσεμνα φῂς καὶ ὀνησιφόρα τὰ μαθήματα», Λουκιαν.) μσν. πάρα πολύ σεμνός, υπόδειγμα σεμνότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + σεμνός «σεβαστός, μεγαλοπρεπής»] … Dictionary of Greek
σπατάλιον — τὸ, ΜΑ [σπατάλη] μσν. 1. τρόπος κουράς τών μαλλιών 2. προκλητικότητα, έλλειψη σεμνότητας αρχ. είδος βραχιολιού … Dictionary of Greek
Φιλωτέρα — Κόρη του Πτολεμαίου A’ και της Βερενίκης, που ονομάστηκε βασίλισσα, αν και δεν άσκησε ποτέ βασιλική εξουσία. Έμεινε ανύπαντρη, και τη θεωρούσαν υπόδειγμα σεμνότητας. Ο αδελφός της Πτολεμαίος B’ καθιέρωσε λατρεία της Φ., που εμφανίζεται ως θεά σε… … Dictionary of Greek
προσόν — το όντος 1. πλεονέκτημα, προτέρημα, χάρισμα, ικανότητα: Έχει το προσόν της σεμνότητας. 2. απαραίτητο εφόδιο για κάτι: Για την κατάληψη δημόσιας θέσης χρειάζονται ορισμένα προσόντα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρότυπος — η, ο 1. αυτός που μπορεί να χρησιμέψει για υπόδειγμα, ο τέλειος: Πρότυπα εκπαιδευτήρια. 2. το ουδ. ως ουσ., πρότυπο, α. προκατασκευασμένος τύπος φυσικού ή τεχνητού πράγματος για την αναπαραγωγή άλλων ομοίων, αλλ. υπόδειγμα, μοντέλο. β. μήτρα, αλλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σεμνοτυφία — η επίδειξη πλαστής σεμνότητας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)